- δήμευση
- Μέτρο ασφαλείας, που άλλοτε χρησίμευε και ως κύρια ή παρεπόμενη ποινή, και μάλιστα με τη μορφή γενικής δ. όλων των περιουσιακών στοιχείων, γεγονός που συνεπαγόταν άμεση επέκταση του ποινικού κολασμού και στους κληρονόμους του καταδίκου. Οι δ., εξάλλου, χρησίμευσαν κατά περιόδους και ως μέσο κορεσμού της απληστίας των ατόμων που άσκησαν την εξουσία. Τα ελληνικά συντάγματα πάντοτε καταδίκαζαν τη γενική δ. Ως μέτρο ασφαλείας, η δ. προβλέπεται από τον Π.Κ. (άρ. 76)και αφορά τα προϊόντα του αξιόποινου αδικήματος, το τίμημα που προήλθε από τη διάθεσή τους ή τα πράγματα που αποκτήθηκαν με αυτό, εφόσον αυτά που δημεύονται ανήκουν στον αυτουργό ή σε συμμέτοχο. Η δ. στις παραπάνω περιπτώσεις περιορίζεται γενικά στις υποθέσεις σε βαθμό κακουργήματος και στα πλημμελήματα από δόλο και είναι δυνητική για το δικαστήριο. Σε περίπτωση ελαφρύτερων αδικημάτων, δ. επιτρέπεται μόνο αν το επιτρέπει ρητή διάταξη νόμου, όπως για παράδειγμα, στην περίπτωση δωροδοκίας δημόσιων υπαλλήλων. Η δ. όμως είναι υποχρεωτική σε όλες τις περιπτώσεις, ακόμα και αν δεν υπάρξει καταδικαστική απόφαση, και μάλιστα επιβάλλεται και κατά των κληρονόμων, όταν τα αντικείμενα που πρόκειται να δημευτούν είναι επικίνδυνα για τη δημόσια τάξη, όπως για παράδειγμα ναρκωτικά κλπ. Ειδικότερες περιπτώσεις αυτού του είδους προβλέπονται για παραχαραγμένα ή κίβδηλα νομίσματα και για πλαστά ένσημα. Η δ. διαφοροποιείται και πρέπει να διακρίνεται από την κατάσχεση.
* * *η (AM δήμευσις) [δημεύω]η κατάσχεση από το Δημόσιο όλης τής περιουσίας ή περιουσιακών στοιχείων κάποιου, η οποία επιβάλλεται ως ποινή ή για λόγους ασφαλείας.
Dictionary of Greek. 2013.